- ελάφρυνση
- ηαπαλλαγή από βάρος (υλικό ή ηθικό), ξαλάφρωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ελάφρυνση — η 1. ελάττωση, μείωση τού βάρους 2. ανακούφιση, ξαλάφρωμα … Dictionary of Greek
ανακούφιση — η (Α ἀνακούφισις) [ἀνακουφίζω] 1. ελάφρυνση από βάρος, αλάφρωμα 2. απαλλαγή από σωματικά ή ψυχικά βάρη και πόνους, απόκτηση ή αποκατάσταση τής ηρεμίας, ξαλάφρωμα νεοελλ. 1. βοήθεια, ενίσχυση, συνδρομή 2. καταπράυνση, παρηγοριά 3. αποπάτηση … Dictionary of Greek
απαλλαγή — η (AM ἀπαλλαγή) 1. λύτρωση, ανακούφιση από κάτι δυσάρεστο 2. τέλος, θάνατος «την κακή σου την απαλλαγή» (κατάρα) αρχ. «ἀπαλλαγὴ βίου» (Ιπποκρ.), «ἀπαλλαγὴ ψυχῆς ἀπὸ σώματος» (Πλάτων), «τὸ χύλισμα τοῦ κωνείου... τὴν ἀπαλλαγὴν ῥᾴω ποιεῑ καὶ θάττω»… … Dictionary of Greek
ελαφρυντικός — ή, ό 1. αυτός που επιφέρει ελάφρυνση, ανακούφιση 2. το ουδ. ως ουσ. λόγος, αιτία που επιβάλλει ή επιτρέπει επιείκεια κατά την κρίση («το ελαφρυντικό τού προτέρου εντίμου βίου», «το ελαφρυντικό τής εφηβικής ηλικίας», «καταδίκη χωρίς ελαφρυντικά») … Dictionary of Greek
επικουφισμός — ἐπικουφισμός, ὁ (Α) [επικουφίζω] 1. ελάφρυνση, ανακούφιση 2. επιγρ. ανακούφιση από τη φτώχεια με υλική βοήθεια … Dictionary of Greek
κουφισμός — κουφισμός, ὁ (AM) [κουφίζω (II)] 1. ανακούφιση, ελάφρυνση από σωματικό ή ψυχικό πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», Ιώσ.) 2. φορολογική απαλλαγή μσν. 1. γραμμ. έκθλιψη 2. ανύψωση … Dictionary of Greek
κουφοτέλεια — κουφοτέλεια, ἡ (Α) ελάφρυνση από φορολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (ΙΙ)* + τέλεια (< τελής < τέλος), πρβλ. αυτο τέλεια ιδιο τέλεια] … Dictionary of Greek
κούφισις — κούφισις, ἡ (Α) [κουφίζω (II)] ελάφρυνση, ανακούφιση … Dictionary of Greek
κούφισμα — το (AM κούφισμα) [κουφίζω (II)] νεοελλ. μσν. (βυζ. μουσ.) ένας από τους οκτώ ανιόντες έμφωνους χαρακτήρες τού αρχαίου στενογραφικού συστήματος τής βυζαντινής παρασημαντικής μσν. αρχ. ελάφρυνση, ανακούφιση («τὸ γὰρ μή δι αὐτὸν κακῶς πράττειν... οὐ … Dictionary of Greek
ξαλάφρωμα — και ξελάφρωμα, το [ξαλαφρώνω] 1. ελάφρυνση 2. ανακούφιση … Dictionary of Greek